- επαναιρώ
- ἐπαναιρῶ, -έω (AM)μέσ. επανεκλέγω ή απλώς εκλέγω, διαλέγω, προτιμώαρχ.1. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω από τη μέση, σκοτώνω κάποιον ή κάτι2. σκοτώνω κάποιον μαζί ή μετά από άλλον3. μέσ. αναλαμβάνω, αποδέχομαι («βαρὺν πόλεμον καὶ ἄσπονδον ἐπανηρημένος», Πλούτ.)4. αφαιρώ, σηκώνω5. επιχειρώ6. μέσ. κυριεύω7. μέσ. ανακαλώ, αποσύρω («τὸν μὲν φιλάνθρωπον ἐπανείλετο νόμον», Πλούτ.)8. αποκτώ, κερδίζω9. (για ιατρική θεραπεία) χρησιμεύω, κάνω χρήση, χρησιμοποιούμαι10. μέσ. προκαλώ (κακό) στον εαυτό μου11. δέχομαι, παίρνω ως μερίδιο από τη διανομή κληρονομιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν-αιρώ «καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.